μεταπωλητής

μεταπωλητής
και μεταπουλητής, ο
1. αυτός που ξαναπουλάει κάτι που αγόρασε
2. ο μεταπράτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταπωλώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αγγειοπράτης — ο μεταπωλητής αγγείων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγείο + πράτης (= πωλητής)] …   Dictionary of Greek

  • διακαπηλεύω — (Α διακαπηλεύω) [καπηλεύω] 1. είμαι μεταπράτης, είμαι μεταπωλητής, πουλώ λειανικά όπως οι κάπηλοι 2. εξευτελίζω …   Dictionary of Greek

  • λαφυροπώλης — ο (Α λαφυροπώλης) αυτός που αγοράζει συνολικά τα λάφυρα για λειανική πώληση, μεταπωλητής λαφύρων («καὶ λαφυροπώλας καταστήσαντες ἐπώλουν», Ξεν.) αρχ. στον πληθ. οἱ λαφυροπῶλαι (στη Σπάρτη) αξιωματικοί στην υπηρεσία τού βασιλιά που φρόντιζαν για… …   Dictionary of Greek

  • μετάβολος — μετάβολος, ον (ΑM) μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ μετάβολον αντίγραφο|| αρχ. 1. μεταβλητός, ευμετάβλητος («δυοῑν ὑποκειμένων φύσεων, τῆς μὲν αἰσθητῆς ἐν γενέσει καὶ φθορᾷ μεταβόλου καὶ φορητῆς ἄλλοτε ἄλλως», Πλούτ.) 2. αυτός που πωλεί λειανικά (α.… …   Dictionary of Greek

  • μεταβολέας — ο (ΑM μεταβολεύς, έως) αυτός που μεταβάλλει κάτι νεοελλ. φρ. «μεταβολέας συχνοτήτων» (ραδιοτ.) ηλεκτρονικό κύκλωμα που χρησιμοποιείται για τη μεταβολή συχνότητας στα σήματα εκπομπής ή λήψης, αλλ. μετατροπέας συχνότητας μσν. μεταφραστής,… …   Dictionary of Greek

  • μεταπουλητής — ο ο μεταπωλητής …   Dictionary of Greek

  • μεταπουλητιός — ο μεταπωλητής, ο μεταπράτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + πουλητιός] …   Dictionary of Greek

  • μεταπράτης — ο (ΑΜ μεταπράτης) [μεταπιπράσκω] 1. λειανοπωλητής 2. μεταπωλητής («οι μεταπράτες κερδίζουν αρκετά με τις αυξήσεις τών τιμών») …   Dictionary of Greek

  • ντήλερ — ο, η άκλ. άτομο που έχει ως επάγγελμα να αγοράζει σε μεγάλες ποσότητες διάφορα προϊόντα και να τά πουλάει αφού προηγουμένως τά παρουσιάσει σε σπίτια, μεταπωλητής, προμηθευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. dealer «προμηθευτής» < deal «διαπραγματεύομαι,… …   Dictionary of Greek

  • παλιγκάπηλος — παλιγκάπηλος, ὁ (ΑΜ) αυτός που αγοράζει εμπορεύματα και τα μεταπωλεί λειανικά, μεταπωλητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + κάπηλος «μικροπωλητής»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”